Δευτέρα 13 Δεκεμβρίου 2010

Η ιστορία ενός κλουβιού (απάντηση) Η ιστορία ενός παπαγάλου

Ήταν τέλος καλοκαιριού. Το παπαγαλάκι, μέσα στο κλουβί του, κελαηδούσε δείχνοντας χαρούμενο. Ο μικρός Κωστάκης με γύψο στο αριστερό χέρι καθόταν και το κοίταζε πολλές φορές για ώρα ολόκληρη. Έπεσε με το ποδήλατο και έβαλε τα χέρια του μπροστά. Θυσίασε το χέρι του για να προστατέψει κάτι σημαντικότερο. Το κεφάλι του. Κοίταζε το παπαγαλάκι λοιπόν και αναρωτιόταν. Αναρωτιόταν αν αυτό το πουλάκι ήταν πραγματικά ευτυχισμένο. Δεν έβγαζε πάντα το ίδιο συμπέρασμα. Φρόντιζε να του αλλάζει τακτικά θέση, μια στο μπροστά μπαλκόνι που κοίταζε στο δρόμο και μια στο πίσω που είχε πιο πολύ ησυχία και πράσινο. Το ανέβαζε ψηλά, το ακουμπούσε στο πάτωμα. Δεν ήθελε να το κάνει να βαρεθεί. Ξέρει άραγε αυτό το παπαγαλάκι πως είναι ο έξω κόσμος? Έχει την αίσθηση? Ο μικρός συνέχιζε να το παρατηρεί.

Μια μέρα ο Κωστάκης είδε κάτι πολύ παράξενο. Ένα άλλο παπαγαλάκι ήταν πάνω από το κλουβί. Έδειχνε πολύ κουρασμένο. Το πιο παράξενο όμως είναι ότι μασούσε τα κάγκελα. Ναι, ήθελε να μπει μέσα! Έφυγε από κάποιο άλλο κλουβί. Από κάποια άλλη οικογένεια. Ήθελε να γνωρίσει την ελευθερία. Πεινούσε, διψούσε και ήταν κουρασμένο από το πέταγμα. Ο μικρός Κωστάκης με το γύψο στο αριστερό χέρι, προσπάθησε να πιάσει το ξένο παπαγαλάκι. Αυτό δεν καθότανε. Ήταν κουρασμένο αλλά δεν δεχόταν βοήθεια από το παιδί. Αποφάσισε να το βοηθήσει με άλλο τρόπο. Έβαλε νερό και τροφή σε πιατάκια και τα άφησε στο μπαλκόνι. Ναι, τελικά το πουλάκι έφαγε ήπιε και δυνάμωσε. Ποτέ όμως δεν πλησίαζε τον Κωστάκη με το γύψο στο αριστερό χέρι. Πάντα τα βράδια καθόταν και κοιμόταν σε ένα δέντρο απέναντι από το μπαλκόνι.

Τα πρωινά η ίδια ιστορία. Ο ένας παπαγάλος πάνω από το κλουβί να μασάει τα κάγκελα και ό άλλος να βοηθάει από μέσα. Ο μικρός κατάλαβε… Τα πουλιά θέλανε να πετάξουν μακριά. Ήταν σκεπτικός για  μέρες. Το καλοκαίρι πέρναγε. Ο γύψος βγήκε από το χέρι του Κωστάκη. Στις ειδήσεις αναγγέλλουν απότομα καιρικά φαινόμενα και βαρυχειμωνιά. Κάθε πρωί η ίδια ιστορία με το κλουβί και το  βράδυ ο αποχωρισμός και ξεκούραση στο δέντρο. Οι γάτες της γειτονιάς λέγανε τα νέα τους. Μάθανε και για αυτό το άπειρο στη ζωή πουλί πάνω στο κοντό δέντρο. Ο μικρός προβληματιζόταν όλο και περισσότερο. Ξέρουν τι κάνουν αυτά τα πουλιά? Προσπαθούν να ελευθερωθούν. Νοιώθουν αυτή την τεράστια ανάγκη. Αυτά τα πουλιά γεννηθήκαν σε κλουβιά. Τι ξέρουν από ελευθερία? Μπορούν να ζήσουν εκεί έξω μόνα τους? Ε? Μπορούν να τα καταφέρουν? Φαΐ, στέγη? Πόσες φορές κρατιότανε για να μην ανοίξει το κλουβί από μόνος του. Το αγαπούσε το παπαγαλάκι του. Ήθελε να το προστατέψει με τον δικό του τρόπο. Με έναν τρόπο που για κάποιους ίσως ήταν σκλαβοτικός.

Οι πρώτες βροχές και οι αέρηδες ξεκίνησαν. Το τζάκι άναψε. Όλοι χουχουλιαζόντουσαν γύρο από τη φωτιά. Ακόμα και το κλουβί μεταφέρθηκε στο εσωτερικό του σπιτιού. Η απορία πάντα ίδια. Είναι ευχαριστημένος ο παπαγαλίνος? Ο μικρός δεν θα μάθει ποτέ. Ίσως ούτε το ίδιο το πουλί να ξέρει τι ακριβώς αισθάνεται. Ίσως μέσα του να τα ζυγίζει. Το σίγουρο είναι ότι δεν κρυώνει και δεν πεινάει. Φτάνει αυτό?

Η κακοκαιρία κράτησε δύο εβδομάδες περίπου. Πολύ κρύο! Τώρα όμως ο ήλιος πάλι λάμπει, δίχως σύννεφα. Το κλουβί μεταφέρεται ξανά έξω από το σπίτι και ο παπαγάλος φλυαρεί. Κάτι λείπει όμως από αυτή την πολύ καλή ημέρα. Ο Κωστάκης δεν αργεί να το καταλάβει. Ο ξένος παπαγάλος… Δεν θα έρθει? Ίσως έρθει αύριο… Ίσως ποτέ… Ίσως να βρήκε κάποιο καταφύγιο. Ίσως πέταξε μακριά… Μακάρι να μπορούσε να πετάξει μακριά και να ήξερε που να πάει. Όπως τα μεταναστευτικά πουλιά που φεύγουν για μέρη πιο ζεστά. Η φαντασία του Κωστάκη δεν τον άφηνε να αντικρίσει την πραγματικότητα. Ο παπαγαλάκος ανεκπαίδευτος στη ζωή, οι κίνδυνοι πολλοί.

Οι μέρες πέρναγαν. Ήρθαν κι άλλα κρύα και άλλες ζέστες. Ο παπαγάλος του Κωστάκη έκανε κι άλλους φίλους. Σπουργίτια, περιστέρια, πάντα στα στενά όρια των κάγκελων. Πάντα φλύαρος αυτός ο παπαγάλος.

Γράφει ο
Δόκτωρ Τζέκιλ 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου