Μια συνηθισμένη μέρα . Ο ήρωας μας ο Ξενοφών , είναι ένας υπάλληλος σε μια εταιρεία . Ξέρετε πως είναι τα πρωινά πηγαίνοντας σε μια δουλεία γραφείου . Λες πάντα « να κάτσω κάπου», εάν έχεις βρει ένα μέρος , «να κάνω ένα τσιγάρο και μετάπάω από το κολογραφειο . Δεν θα με χάσουν .»
Έτσι έκανε και ο Ξενοφών . Κάθονταν κάθε πρωί κάτω από μια λεμονιά κοντά σε έναν υπερβολικά θορυβώδη δρόμο , όπου και την θεωρούσε δική του , μετά από τόσο καιρό και τόσα τσιγάρα …. Κάθονταν κάθε πρωί σε αυτό το συγκριμένο σημείο πάνω από πέντε χρόνια , όσο ήταν δηλαδή σε αυτήν την δουλεία , του πήγαινε για γούρι ήθελε να πιστεύει .
Άλλο που ποτέ δεν έπιανε το γούρι αυτό , διότι ήταν τρομερά δυσαρεστημένος από την εργασία του . Μέσα σε αυτόν τον αδιέξοδο χώρο ακατάπαυστης παράγωγης θορύβου , εκείνος είχε βρει τον τρόπο να κλείνει τα αυτιά του νοητά κάτω από αυτήν την λεμονιά .
Κάθονταν κάθε πρωί εκεί και παρατηρούσε τον κόσμο να περνά , να βιάζεται , να βαριέται , να κοιμάται . Παρατηρούσε τις αντιδράσεις τους σε διάφορα γεγονότα . Ο αθεόφοβος καθόταν και έγραφε ακόμη και για αυτά . Τα συμπεράσματα του . Ένα από αυτά τα συμπεράσματαήταν ότι « ο άνθρωπος επηρεάζεται ευθέως από τον καιρό ». Όταν έβρεχε περνούσαν οι άνθρωποι θλιμμένοι , ενώ όταν είχε ήλιο ήταν αρκετά χαρούμενοι .
Μόνο που σε αυτούς τους υπολογισμούς του κάτι δεν πήγαινε και τόσοκαλά . Ένας άνθρωπος από αυτούς που παρατηρούσε κάθε πρωί δεν αντιδρούσε όπως όλοι οι άλλοι . Ήταν διαφορετικός . Αυτη η διαπίστωση της ανωμαλίας ήταν 1 μήνα τώρα που τον βασάνιζε .
Ήταν μια κοπέλα . Πολύ όμορφη . Ψηλή για γυναίκα , περίπου στο δικό του ύψος , με μαύρα μακριά μαλλιά , ένα σώμα πραγματικά θεϊκό , όσο μπορούσε να δει από αυτό βέβαια γιατί ήταν και σεμνά ντυμένη , μαύρα μάτια μεγάλα , και ένα βήμαγρήγορο , αξιοπρόσεκτο. Αυτό το πλάσμα ήταν ανεπηρέαστο . Είτε έβρεχε είτε χιόνιζε είτε είχε Ήλιο ήταν πάντα γελαστή . Όχι χαζοχαρούμενη . Γελαστή . Τον θαύμαζε αυτόν τον άνθρωπο , αυτήν την κοπέλα . Έχει περάσει τόσο ο καιρός που και αυτός είχε γίνει σαν αυτούς που παρατηρούσε και στα μάτια της είδε αυτό που ήταν και εκείνος κάποτε . Όλες αυτές τις σκέψεις έκανε κάθε πρωί κάτω από την λεμονιά .
Ώσπου μια μέρα παίρνει την μεγάλη απόφαση
«Το επόμενο πρωί θα της μιλήσω»
Ενώ περνούσε λοιπόν την συνηθισμένη της ώρα ο Ξενοφών είχε στηθεί κάτω από το δένδρο μας γεμάτος θάρρος και σαν να την βλέπω να έρχεται τρεχάτη .
- -Δεσποινίς , καλημέρα
Όπως κάθε άνθρωπος γεμάτος ζωή , δεν φοβάται και αντιμετωπίζει τις καταστάσεις απάντησε η κοπέλα μας .
- - Καλημέρα κύριε .
- - Συγγνώμη για το θάρρος μα ήθελα να σας πω κάτι . Σας θαυμάζω .
- - Αλήθεια ε ; Προς τι ο θαυμασμός σας ;
- - Στον τρόπο που αντιμετωπίζετε τον καιρό
Ωχ … είναι παλαβός ο τύπος σκέφτηκε και πήγε να φύγει μα ο Ξενοφών κατάλαβε ότι είπε μαλακία και επανόρθωσε .
- Ήθελα να πω , ότι τόσο καιρό στο ίδιο σημείο σας παρατηρώ , βλέπω τον τρόπο που περπατάτε , τον τρόπο που αντιδράτε σε καταστάσεις , θα μου πείτε είναι μόνο για λίγα δευτερόλεπτα , ο χρόνος ο οποίος μου δίνεται για να σας δω , όμως , εάν αθροίσουμε όλα αυτά τα δευτερόλεπτα βγάζουμε μια μέρα ολάκερη . Τολμώ να πω ότι σας γνωρίζω ήδη .
- Εντυπωσιάστηκε από τα λόγια , η κοπέλα μας . Ποτέ δεν της είχαν μιλήσει έτσι . Ποτέ δεν πίστευε ότι θα την παρατηρούσαν , θα την θαύμαζαν και με τόσο απλά λόγια θα της το έλεγαν , μα το κυριότερο , θα ήταν εμφανές ότι το θα το εννόησαν .
- - Σας ευχαριστώ πολύ κύριε . Μα βιάζομαι .
- -Θα θέλατε να μου πείτε το όνομα σας πριν φύγετε ; ρώτησε ο ήρωας
- Ναι με λένε Ηλιάδα .
- Έμενα Ξενοφών χάρηκα πολύ που σε γνώρισα Ηλιάδα .
Με την χαρά έμεινε διότι η ηλιάδα έστριψε βιαστικά και έφυγε κάτω από την περίμετρο της λεμονιάς .
Έτσι λοιπόν πέρασε η μέρα και ήρθε και το άλλο πρωινό , όπου του δόθηκε ξανά η ευκαιρία την ιδία ώρα στο ίδιο σημείο . Της μίλησε . Της μίλησε γλυκά και όμορφα , άρχισε να νιώθει πράγματα για εκείνη από την πρώτη κιόλας στιγμή . Η γνωριμία τους προχώρησε , τα λέγανε κάθε πρωί την ιδία ώρα στο ίδιο σημείο κάτω από την λεμονιά .
Δεν έφευγε βιαστικά πια η ηλιάδα . Πέρασαν οι μέρες και οι μήνες , είχαν βγει , είχαν ερωτευτεί και εκείνη εκείνος και εκείνος εκείνη . Ένας υπέροχο συναίσθημα .
Ένα πρωινό που καθόταν και κάπνιζε ενώ ήξερε ότι δεν θα πέρναγε εκείνη την ημέρα
ο έρωτας του , ξανασκέφτηκε να κάνει αυτό που έκανε παλιά . Όμως δεν τον ένοιαζε . Ούτε πια επηρεάζονταν από τον καιρό σαν τους άλλους . Δεν τον ένοιαζε να παρατηρεί και κανέναν .
Είχε πια την αγάπη του και τον έρωτα του να παρακολουθεί και να απολαμβάνει .
Είδε ότι ολο αυτό διάστημα , ολα αυτά τα πρωινά που της μιλούσε , ότι καιρικές συνθήκες και να υπήρχαν δεν τον ενδιέφερε , ήταν πια αυτό που αναπολούσε στον παλιό του χαρακτήρα . Επέστρεψε
.
Τα χρόνια πέρασαν . Οι δυο νέοι μεγάλωσαν , ευτυχισμένοι . Παντρεύτηκαν θαρρώ . Έτσι μου είπαν δηλαδή όταν ρώτησα για εκείνους . Έχουν και ένα παιδί, μου ρουφιανεψαν , που τώρα θα είναι δέκα χρονών και είναι κορίτσι .
Λεμονιά την ονόμασαν .
Κύριος Χάιντ