Τετάρτη 11 Μαΐου 2011

Ήλιος και άνεμος


Μια φορά κι έναν καιρό συζητούσανε ο ήλιος με τον άνεμο. Ο ήλιος ήρεμος και λαμπερός όπως πάντα. Ο άνεμος νευρικός κι ανήσυχος, όπως είναι από τη φύση του. Εκεί που δεν είχαν με τι να ασχοληθούνε και δεν περνούσε η ώρα, παρατηρεί ο άνεμος έναν γέροντα στο λιβάδι με μια γκλίτσα και ένα παλτό βρόμικο στην πλάτη. Περπατούσε μόνος και ανέμελος. Μάλλον απολάμβανε την ανοιξιάτικη δροσούλα στο κατά πράσινο λιβάδι.
Λέει λοιπόν αποφασιστικά ο άνεμος στον ήλιο.
 
- Τι λες ήλιε? Θα μπορέσω να αρπάξω το παλτό του γέροντα με το δυνατό μου φύσημα?
Ο ήλιος του απαντά με χαμηλή φωνή.
- Άνεμε είσαι δυνατός αλλά δεν ξέρω αν θα μπορέσεις να βγάλεις το παλτό του γέροντα από πάνω του.
Νευρικός και οξύθυμος όπως είναι ο άνεμος του ανταπαντά.
- Με προκαλείς? Μπορώ να το κάνω! Ξέρεις πόση δύναμη έχω? Μπορώ να ξεριζώσω δέντρο, να ξηλώσω σκεπές σπιτιών! Το ξέρεις πολύ καλά αυτό ήλιε.
Ήλιος συνεχίζει στον ίδιο ψύχραιμο τόνο φωνής.
- Εντάξει, προσπάθησε εσύ και μετά θα προσπαθήσω κι εγώ.
Ο άνεμος γελά χλευαστικά.
- Χαχα! Μπορείς εσύ ήλιε να πετάξεις κάτω το παλτό του γέρου? Με τι δύναμη? Το σκέφτηκες καλά?
«Εντάξει θα προσπαθήσω. Ξεκίνα πρώτος» λέει ο ήλιος.
 
Ο άνεμος φανερά αγριεμένος ρίχνει μια απότομη ανάσα προς το μέρος του γέροντα. Ο ουρανός άρχισε να σκοτεινιάζει και γκρίζα σύννεφα άρχισαν να σκεπάζουν τον ουρανό. Ο γεράκος κούμπωσε μερικά από τα κουμπιά του παλτού για να μην κρυώσει. Ο άνεμος παρατήρησε την κίνηση του γεράκου και άρχισε να φυσά πιο δυνατά και σταθερά προς το μέρος του. Η ανεμελιά του παππούλη άρχισε να χάνεται και τη θέση της άρχισε να παίρνει η ανησυχία. Κούμπωσε όλα τα κουμπιά του παλτού του και άρχισε να τρέχει προς το σπίτι του. Εκνευρισμένος και επίμονος ο άνεμος τον χτυπά με ακόμα περισσότερη δύναμη. Ο γεράκος πετάει την γκλίτσα και τρέχει να γλυτώσει από την μανία του αέρα. Δεν μπορεί να τρέξει όμως πολύ διότι ο αέρας τον χτυπάει από παντού και είναι έτοιμος να χάσει την ισορροπία του και να πέσει κάτω. Σφίγγει το παλτό πάνω του όλο και περισσότερο. Ο άνεμος χάνει τον έλεγχο και φυσάει ακόμα πιο πολύ. Δεν μπορεί να διανοηθεί ότι δεν καταφέρνει να σκίσει το παλτό του παππού και να το πετάξει κάτω. Τα δέντρα γύρο κουνιούνται πέρα δώθε σαν τρελά, έτοιμα να σπάσουν! Τα ανθισμένα πέταλα των λουλουδιών κόβονται και σκορπίζουν στον αέρα. Αυτό ήταν! Ο γέρος πλέον δεν μπορεί να κάνει τίποτα. Γονατίζει στο έδαφος, πέφτει και κουλουριάζεται σε στάση εμβρύου για να προστατευτεί από το μένος του αέρα. Δεν περιμένει τίποτα πλέον. Σφίγγει τα δόντια, κλείνει τα μάτια, χωρίς να αγωνίζεται…
 
Ο ήλιος παίρνει θέση.
- Άνεμε τι κάνεις? Σταμάτα! Δεν βλέπεις ότι θα τον σκοτώσεις τον καημένο τον γεράκο? Παραδέξου ότι έχασες και άσε τον ήσυχο. Δεν κάναμε τέτοια συμφωνία.
Ο άνεμος κοντοστέκεται λιγάκι. Αρχίζει να ηρεμεί και σιγά και σταθερά σταματάει να χτυπάει το λιβάδι με τον αέρα του. Παίρνει δυο ανάσες και λέει.
- Εντάξει ήλιε. Σειρά σου. Να δούμε τι στο καλό μπορείς να κάνεις.
 
Ο ήλιος συγκεντρώνεται. Κλείνει τα μάτια και αρχίζει να σφυρίζει ένα τραγουδάκι. Τα σύννεφα φεύγουν σιγά σιγά και ο κατά γάλανος ουρανός παίρνει την θέση τους. Ο γέροντας σηκώνεται με αργό ρυθμό από το έδαφος και προσπαθεί να καταλάβει τι γίνεται. Όλα λάμπουνε στο λιβάδι πλέον από τον ήλιο. Η θερμοκρασία ανεβαίνει. Η καρδιά του αρχίζει να γαληνεύει. Σηκώνεται και κοιτάζει γύρο του απορημένος αλλά χαρούμενος. Περπατάει μέχρι την μαγκούρα του και την σηκώνει από το έδαφος. Ο ήλιος συνεχίζει να σφυρίζει ανέμελος και χαλαρός. Η θερμοκρασία συνεχίζει να ανεβαίνει. Ο γέρος συνεχίζει το δρόμο για το σπίτι του. Ξεκουμπώνει μερικά κουμπιά από το παλτό του. Τα λουλούδια στο λιβάδι είναι υπέροχα. Ο γέρος ξεκουμπώνει και τα υπόλοιπα κουμπιά από το παλτό. Ο ήλιος συνεχίζει να σφυρίζει. Τα δέντρα είναι κατά πράσινα. Ο παππούς έχει δρόμο ακόμα για το σπίτι αλλά δεν τον νοιάζει. Τα πουλιά κελαηδούν όλα μαζί. Η θερμοκρασία είναι κατάλληλη για περίπατο. Βγάζει το παλτό από πάνω του και το ακουμπάει στον ώμο. Σκέφτεται τι τράβηξε πριν λίγη ώρα και του φαίνεται απίθανο. Ο ήλιος χαμογελάει. Αυτό ήταν! Ο γέροντας μόλις πέταξε το παλτό του στο έδαφος. Δεν το έχει ανάγκη πια. Η ημέρα είναι ηλιόλουστη, υπέροχη!

Υ.Γ. Παρμένο από παιδικό παραμύθι.

Γράφει ο
Δόκτωρ Τζέκιλ

1 σχόλιο:

  1. Τέλειο!
    Ως λιακάδα ξέρω πολύ καλά να βγάζω τους αλλους από τα ρούχα τους... (με τον ένα ή τον άλλο τρόπο). Μπορώ να το χρησιμοποιήσω στο χωρο μου? Αν ναι απο κάτω να βάλω λινκ ή απλά Δρ. Τζέκιλ?
    Καλή συνέχεια!

    ΑπάντησηΔιαγραφή