Ήταν όλοι ευτυχισμένοι . Μια οικογένεια μεσοαστών .
Ο κύριος Μάκης ένας πολύ καλός άνθρωπος μεγαλωμένος σε κάποιο χωρίο της ηπείρου από πατέρα αγρότη που δούλευε μια ζωή για να δει τον γιο του τελικά δημόσιο υπάλληλο .
Ήταν πολύ καλος άνθρωπος σας διαβεβαιώ και περί αυτού ουδεμία αντίρρηση σηκώνω .
Είχε έρθει λοιπόν ο Μάκης από το χωρίο , επί χούντας και χάριν σε μια γνωριμία που ειχε ο καλος κυριούλης και πατέρας του Μάκη , σε έναν αρχιμπασκίνα και τον έβαλαν σε μια δουλεία να έχει ψωμί να φάει . Περνώντας τα χρόνια ο κάλος κυριουλης πέθανε και γιος χόντρυνε .
Αυτός ο άνθρωπος ειχε ένα τρομερό προσόν . Δεν έκανε τίποτα , δεν προσπαθούσε για τίποτα , δεν μάθαινε τίποτα , ακόμη και όταν τον ρωτούσε κάποιος πως πήγε η δουλεία απαντούσε «τίποτα» , μέγιστη ειρωνεία .
Όταν ειχε έρθει στην πανέμορφη τότε Αθήνα , ο κύριος Μάκης , ειχε βρει μια γυναίκα , μορφωμένη , δεν λέω και με πολύ ενδιαφέρουσα δουλεία όμως και εκείνη ειχε βρει το νόημα της δικής της ζωής , πλήρως ταυτισμένο με το νόημα του κυρίου Μάκη . Τίποτα λοιπόν δεν έκανε και εκείνη .
Όταν συναντιούνται δυο όμοιοι άνθρωποι με τόσα πολλά κοινά παντρεύονται . Έτσι και αυτοί , ενώσανε τα κοινά τους ενδιαφέροντα και πορεύτηκαν προς την ενδιαφέρουσα τους ζωή .
Ώσπου μια μέρα βρέθηκε η μαντάμ σε ενδιαφέρουσα και έφεραν στην ζωή ένα πολύ όμορφο αγοράκι . Είχε το όνομα του εκλιπόντος παππού , Γιώργος . Γιωργάκης .
Οι μέρες περνούσαν και η οικογένεια μετά την δουλεία έκανε συζητήσεις τρομερού επιπέδου και κάθε μέρα ήταν μια ξεχωριστή εμπειρία .
Μαντάμ- Πως πήγε η δουλεία τι έκανες ;
Μάκης – Τίποτα , τα ίδια .
Μάκης - Τι έχει να φάμε ;
Μαντάμ – Φασολάκια
Μάκης – Πάλι ;
Μαντάμ – Ναι άντρα μου πάλι .
Και κάθε μέρα το ίδιο βιολί , απλά άλλαζε το φαγητό . Μετά η κολώνα του σπιτιού πήγαινε για ύπνο , σηκωνόταν , έτρωγε , πήγαινε στον καναπέ έβλεπε ειδήσεις , κάθε μα κάθε μέρα μόλις άκουγε κάτι για μίζες πολιτικών η μια ληστεία που είχαν κάνει αλλοδαποί , αναφωνούσε νευριασμένος:
«Α , ρε Παπαδόπουλος που σας χρειάζεται ».
Μέγιστη πολίτικη σκέψη από έναν μέγιστο πολιτικό ον . Μόλις το έλεγε αυτό η γυναίκα του σπιτιού τον μούντζωνε κρυφά . Έτσι περνούσαν οι μέρες .
Ο Γιωργάκης πήγε στο σχολείο , να μάθει γράμματα . Σαν παιδί ήθελε να παίξει όμως ο γονέας ητω αυστηρός . «Πρώτα τα μαθήματα αγόρι μου , να μπεις σε μια σχολή , να βγάζεις λεφτά .» Αυτό άκουγε από δέκα χρονών .
Έτσι λοιπόν ο Γιωργάκης , πήγαινε σχολείο . Αφού έρχονταν από το σχολείο ειχε συγκλονιστικούς διάλογους με τους γονείς του :
Μαντάμ – Πως πήγε το σχολείο Γιωργάκη μου , τι έκανες ;
Γιωργάκης – Βαριόμουν , τίποτα
Γιωργάκης – Τι έχει να φάμε ;
Μαντάμ – Φακές
Γιωργάκης – Πάλι φακές ;
Μαντάμ – ναι Γιωργάκη μου .
Τον συγκλονιστικό αυτό διάλογο παρακολουθούσε η κολώνα του σπιτιού γεμάτος περηφάνια και παραδόξως του έδινε συγχαρητήρια . Τούβλο μπήκε στο σχολείο , τούβλο βγήκε .
Τα τούβλα μπαίνουν και σε σχολές όμως .
Έτσι και ο Γιωργάκης , με την συντονισμένη πολίτικη του σκέψη και το ιδεολογικό του υπόβαθρο , ως πολιτικό ον και εκείνος συντάθηκε με μια παράταξη στην σχολή . Έτσι πέρναγε τα μαθήματα .
Ναι μην απορείτε αυτό είναι αλήθεια , οι παρατάξεις συνεννοούνται με καθηγητές και τους περάνε τα μαθήματα , με τους γνωστούς σκοπούς και τα γνωστά αποτελέσματα .
Βέβαια και πέρασε στην Αθήνα μην τον χάσουν οι γονείς του τέτοιο διαμάντι .
Με τα χρόνια ο ο Γιωργάκης και αφού πέρασε στην σχολή ειχε ανεβεί επίπεδο , άλλη κλάση , άλλο στιλ , φινετσάτος λοιπόν , μετά την σχολή και αφού γύριζε στο σπίτι ακλουθούσε ο εξής διάλογος :
Μαντάμ – Πως πήγε η σχολή Γιωργάκη μου τι έκανες ;
Γιωργάκης – Βαριόμουν , τίποτα
Γιωργάκης – Τι έχει να φάμε ;
Μαντάμ – Μπάμιες
Γιωργάκης – Πάλι μπάμιες ;
Μαντάμ – ναι Γιωργάκη μου .
Και πράγματι δεν έκανε τίποτα ο Γιωργάκης ούτε στην σχολή ούτε τον ελεύθερο του χρόνο σπίτι . Κοιμόταν μετά το φαί και πήγαινε με την κολώνα του σπιτιού και έβλεπαν μαζί ειδήσεις κάθε μα κάθε μέρα μόλις άκουγαν κάτι για μίζες πολιτικών η μια ληστεία που είχαν κάνει αλλοδαποί , αναφωνούσαν με μια φωνή :
«Α , ρε Παπαδόπουλος που σας χρειάζεται ».
Μέγιστη πολίτικη σκέψη από μέγιστα πολιτικά όντα . Μόλις το έλεγαν αυτό η γυναίκα του σπιτιού τους μούντζωνε κρυφά . Έτσι περνούσαν οι μέρες .
Βρήκε δουλεία ο Γιωργάκης στο δημόσιο πάλι με μέσον όπως και ο πατέρας του είχε κάνει , άλλο που έλεγε (όταν το θυμόταν να βγει έξω με κανέναν φίλο του) ότι «Είμαι αυτοδημιούργητος» , που δεν του είχαν μείνει και πολλοί , διότι τους κουτσομπόλευε και εκείνοι το καταλάβαιναν . Έτσι προχώρησε η ζωή του Γιωργάκη .
Βρήκε γυναίκα , την παντρεύτηκε έκανε παιδιά , πέθανε η κολώνα του σπιτιού , πέθανε και η μαντάμ μεγάλωσε τα παιδιά του με τις ίδιες αρχές και αξίες ώσπου μεγάλωσε και πέθανε και εκείνος .
Είμαι σίγουρος ότι όλοι θα τον θυμούνται ευχάριστα , εξ άλλου δεν έκανε και τίποτα .
Μετά Τιμής
Κύριος Χαιντ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου