Κυριακή 22 Μαΐου 2011

Η αυγή των τίποτα


Ήταν όλοι ευτυχισμένοι . Μια οικογένεια μεσοαστών . 
Ο κύριος Μάκης ένας πολύ  καλός άνθρωπος μεγαλωμένος σε κάποιο χωρίο της ηπείρου από πατέρα αγρότη που δούλευε μια ζωή για να δει τον γιο του τελικά δημόσιο υπάλληλο . 
Ήταν πολύ καλος άνθρωπος σας διαβεβαιώ και περί αυτού ουδεμία αντίρρηση σηκώνω .
Είχε έρθει λοιπόν ο Μάκης από το χωρίο , επί χούντας και χάριν σε μια γνωριμία που ειχε ο καλος κυριούλης και πατέρας του Μάκη , σε έναν αρχιμπασκίνα  και τον έβαλαν σε μια δουλεία να έχει ψωμί να φάει . Περνώντας τα χρόνια ο κάλος κυριουλης πέθανε και γιος χόντρυνε . 
Αυτός ο άνθρωπος ειχε ένα τρομερό προσόν . Δεν έκανε τίποτα , δεν προσπαθούσε για τίποτα , δεν μάθαινε τίποτα , ακόμη και όταν τον ρωτούσε κάποιος πως πήγε η δουλεία απαντούσε «τίποτα» , μέγιστη ειρωνεία . 
Όταν ειχε έρθει στην πανέμορφη τότε Αθήνα , ο κύριος Μάκης , ειχε βρει μια γυναίκα , μορφωμένη , δεν λέω και με πολύ ενδιαφέρουσα δουλεία όμως και εκείνη ειχε βρει το νόημα της δικής της ζωής , πλήρως ταυτισμένο με το νόημα του κυρίου Μάκη . Τίποτα λοιπόν δεν έκανε και εκείνη . 
Όταν συναντιούνται δυο όμοιοι άνθρωποι με τόσα πολλά κοινά παντρεύονται . Έτσι και αυτοί , ενώσανε τα κοινά τους ενδιαφέροντα και πορεύτηκαν προς την ενδιαφέρουσα τους ζωή . 
Ώσπου μια μέρα βρέθηκε η μαντάμ σε ενδιαφέρουσα και έφεραν στην ζωή ένα πολύ όμορφο αγοράκι . Είχε το όνομα του εκλιπόντος παππού , Γιώργος . Γιωργάκης . 
Οι μέρες περνούσαν και η οικογένεια μετά την δουλεία έκανε συζητήσεις τρομερού επιπέδου και κάθε μέρα ήταν μια ξεχωριστή εμπειρία . 

Μαντάμ- Πως πήγε η δουλεία τι έκανες ;
Μάκης – Τίποτα , τα ίδια .
Μάκης  - Τι έχει να φάμε ;
Μαντάμ – Φασολάκια
Μάκης – Πάλι ;
Μαντάμ – Ναι άντρα μου πάλι .

Και κάθε μέρα το ίδιο βιολί , απλά άλλαζε το φαγητό . Μετά η κολώνα του σπιτιού πήγαινε για ύπνο , σηκωνόταν , έτρωγε , πήγαινε στον καναπέ έβλεπε ειδήσεις , κάθε μα κάθε μέρα μόλις άκουγε κάτι για μίζες πολιτικών η μια ληστεία που είχαν κάνει αλλοδαποί , αναφωνούσε νευριασμένος: 

«Α , ρε Παπαδόπουλος που σας χρειάζεται ». 

Μέγιστη πολίτικη σκέψη από έναν μέγιστο πολιτικό ον . Μόλις το έλεγε αυτό η γυναίκα του σπιτιού τον μούντζωνε κρυφά . Έτσι περνούσαν οι μέρες .
Ο Γιωργάκης πήγε στο σχολείο , να μάθει γράμματα . Σαν παιδί ήθελε να παίξει όμως ο γονέας ητω αυστηρός . «Πρώτα τα μαθήματα αγόρι μου , να μπεις σε μια σχολή , να βγάζεις λεφτά .» Αυτό άκουγε από δέκα χρονών .
Έτσι λοιπόν ο Γιωργάκης , πήγαινε σχολείο . Αφού έρχονταν από το σχολείο ειχε συγκλονιστικούς διάλογους με τους γονείς του :

Μαντάμ – Πως πήγε το σχολείο Γιωργάκη μου , τι έκανες ;
Γιωργάκης – Βαριόμουν , τίποτα
Γιωργάκης – Τι έχει να φάμε ;
Μαντάμ – Φακές
Γιωργάκης – Πάλι φακές ;
Μαντάμ – ναι Γιωργάκη μου .

Τον συγκλονιστικό αυτό διάλογο παρακολουθούσε η κολώνα του σπιτιού γεμάτος περηφάνια και παραδόξως του έδινε συγχαρητήρια . Τούβλο μπήκε στο σχολείο , τούβλο βγήκε . 
Τα τούβλα μπαίνουν και σε σχολές όμως .
Έτσι και ο Γιωργάκης , με την συντονισμένη πολίτικη του σκέψη και το ιδεολογικό του υπόβαθρο , ως πολιτικό ον και εκείνος συντάθηκε με μια παράταξη στην σχολή . Έτσι πέρναγε τα μαθήματα .
Ναι μην απορείτε αυτό είναι αλήθεια , οι παρατάξεις συνεννοούνται με καθηγητές και τους περάνε τα μαθήματα , με τους γνωστούς σκοπούς και τα γνωστά αποτελέσματα .  
Βέβαια και πέρασε στην Αθήνα μην τον χάσουν οι γονείς του τέτοιο διαμάντι . 
Με τα χρόνια ο ο Γιωργάκης και αφού πέρασε στην σχολή ειχε ανεβεί επίπεδο , άλλη κλάση , άλλο στιλ , φινετσάτος λοιπόν , μετά την σχολή και αφού γύριζε στο σπίτι ακλουθούσε ο εξής διάλογος :

Μαντάμ – Πως πήγε η σχολή Γιωργάκη μου τι έκανες  ;
Γιωργάκης – Βαριόμουν , τίποτα
Γιωργάκης – Τι έχει να φάμε ;
Μαντάμ – Μπάμιες
Γιωργάκης – Πάλι μπάμιες  ;
Μαντάμ – ναι Γιωργάκη μου .

Και πράγματι δεν έκανε τίποτα ο Γιωργάκης ούτε στην σχολή ούτε τον ελεύθερο του χρόνο σπίτι . Κοιμόταν μετά το φαί και πήγαινε με την κολώνα του σπιτιού και έβλεπαν μαζί ειδήσεις κάθε μα κάθε μέρα μόλις άκουγαν κάτι για μίζες πολιτικών η μια ληστεία που είχαν κάνει αλλοδαποί , αναφωνούσαν  με μια φωνή  :

«Α , ρε Παπαδόπουλος που σας χρειάζεται ». 

Μέγιστη πολίτικη σκέψη από μέγιστα πολιτικά όντα . Μόλις το έλεγαν αυτό η γυναίκα του σπιτιού τους μούντζωνε κρυφά . Έτσι περνούσαν οι μέρες . 

Βρήκε δουλεία ο Γιωργάκης στο δημόσιο πάλι με μέσον όπως και ο πατέρας του είχε κάνει , άλλο που έλεγε (όταν το θυμόταν να βγει έξω με κανέναν φίλο του) ότι «Είμαι αυτοδημιούργητος» , που δεν του είχαν μείνει και πολλοί , διότι τους κουτσομπόλευε και εκείνοι το καταλάβαιναν . Έτσι προχώρησε η ζωή του Γιωργάκη . 
Βρήκε γυναίκα , την παντρεύτηκε έκανε παιδιά , πέθανε η κολώνα του σπιτιού , πέθανε και η μαντάμ μεγάλωσε τα παιδιά του με τις ίδιες αρχές και αξίες ώσπου μεγάλωσε και πέθανε και εκείνος . 
Είμαι σίγουρος ότι όλοι θα τον θυμούνται ευχάριστα , εξ άλλου δεν έκανε και τίποτα . 

Μετά Τιμής  

Κύριος Χαιντ 

Πέμπτη 19 Μαΐου 2011

Ο αδιάκριτος πρώτος χορεύει μπαλέτο

Σαν Ανθρώπους μας χαρακτηρίζει η αδιακρισία και η κουτοπονηριά . Συνήθως αυτό φαίνεται και από τις ερωτήσεις και τον τρόπο που τις διατυπώνουμε . Σε τι περιμένουμε λοιπόν να διαφέρει το κράτος απο εμάς τους ίδιους ;
Μόνο ως κουτοπόνηρη μπορώ να χαρακτηρίσω την συμπεριφορά του ελληνικού κράτους. Όχι μόνο σχετικά με την διαδικασία της απογραφής .

Ότι ρώτησαν μπορούν άνετα να το βρουν μόνοι τους .

Και λέω εγώ τώρα , η φράση " μην αγχώνεσαι , εγώ θα βρω τι μου κρύβεις " που κρύβεται πίσω από κάθε " απογραφή " που δεν περιοριζεται στα ορια που έχουν τεθεί μεσω της νομοθεσίας , δεν φοβούνται μήπως γυρίσει μπούμερανγκ ?

Μάλλον Όχι .

Ο χορός της υποκρισίας  . Μπαίνοντας λοιπόν σε αυτόν τον χορό ως πολίτης πια , ο οποίος ομολογώ είναι εξαιρετικά συντονισμένος  , η θλίβεσαι και τους διαολοστέλνεις  ή πολεμάς ενάντια ή  φοράς το κολάν σου και χορεύεις την " λίμνη του πολιτισμικού χρέους " όπου και στο τέλος πνίγεσαι σε αυτήν .


Υ.Γ. Ο τίτλος είναι άσχετος .


Με τιμή Κύριος Χαιντ 

Στατιστική Κατασκοπεία

Αυτές τις ημέρες, όπως όλοι γνωρίζουμε, διεξάγεται η απογραφή πληθυσμού αλλά και κτιρίων. Σίγουρα σε πολλούς από εσάς έχει έρθει ήδη κάποιο υπεύθυνο άτομο της υπηρεσίας για να σας καταγράψει. Αυτό ως γνωστόν συμβαίνει κάθε 10 χρόνια. Φέτος όμως η καταγραφή θεωρώ ότι δεν ήταν όπως οι προηγούμενες. Θα τολμούσα να πω ότι οι ερωτήσεις ήταν αρκετά αδιάκριτες. Με διάφορα άτομα, όπου συζήτησα μαζί τους για το θέμα, κατάλαβα ότι ο καθένας είχα μια διαφορετική εμπειρία. Δηλαδή, άλλος μου είπε ότι δεν υπήρχε τίποτα το παράξενο στις ερωτήσεις που κάνανε. Άλλος μου είπε ότι τον ρωτήσανε μέχρι και τι έσοδα έχει ο αδερφός του και που εργάζεται! Και η προσωπική μου εμπειρία λέει ότι γίνανε ορισμένες ερωτήσεις που δεν έπρεπε. Ήταν πολύ αδιάκριτες για μια τέτοια υπηρεσία.

Για να γράψω ένα πιο αντικειμενικό κείμενο όμως, μίλησα με άτομα της απογραφή για να συλλέξω στοιχεία. Κατ’ αρχήν παραδεχτήκανε ότι μερικές ερωτήσεις δεν είναι και τόσο διακριτικές. Γι’ αυτό και άλλοτε τις κάνουνε με ιδιαίτερο τρόπο και άλλοτε δεν τολμάνε να τις κάνουνε καθόλου. Αυτό εξαρτάται από την καχυποψία και την αγριάδα που βγάζει το κάθε άτομο στο σπίτι του την ώρα της απογραφής. Αν το άτομο είναι ευχάριστο, τότε πραγματοποιούνται όλες οι ερωτήσεις κανονικότατα.

Ερωτήσεις όπως: Τι δουλειά κάνετε, τι μισθό παίρνετε, πόσες ώρες δουλεύετε, ποιά είναι η κύρια πυγή εσόδων στο συγκεκριμένο σπίτι, δεν γίνονται πάντα εύκολα. Υπάρχουν όμως κι άλλες πιο περίεργες ερωτήσεις όπως: που μένανε οι γονείς σας όταν γεννηθήκατε ή τι ποσότητες σκουπιδιών ανακυκλώνετε, εάν ανακυκλώνετε. Μια ερώτηση που αποφεύγουν να κάνουν σχεδόν όλοι οι απογραφείς στον κόσμο είναι: Που διανυκτερεύσατε στις 9 Μαΐου? (!) Ναι καλά διαβάσατε. Υπάρχει αυτή η ερώτηση στο χαρτί αλλά προφανώς δεν σας την κάνανε ποτέ..! Κανένας απογραφέας δεν θα ήθελε να φύγει από κανένα σπίτι με ανοιγμένο κεφάλι!

Μια ερώτηση που μου έμεινε στο μυαλό (αν και εγώ λαγοκοιμόμουνα εκείνη την ώρα, μα το αυτί μου κάτι άκουγε από το σαλόνι). Έχετε μονά ή διπλά τζάμια στα παράθυρα? Μου ήρθε να σηκωθώ εκείνη την ώρα και να πω της υπαλλήλου: «Τα τζάμια μας είναι τριπλά! Έχεις κανένα πρόβλημα?» Αλλά τι φταίει κι αυτή?

Δεν ξέρω τι ακριβώς προσπαθούν να πετύχουν με αυτή την απογραφή. Μάλλον ξέρουμε. Προσπαθούν (πέρα από το να απογράψουν τον πληθυσμό) να καταγράψουν το ποσοστό των ανέργων και την πηγή εσόδων όσων (ακόμα) εργάζονται. Διότι δεν έχουν την παρά μικρή ιδέα. Δεν λειτουργεί τίποτα. Είμαστε στον αέρα εδώ και πολύ καιρό. Με την αφορμή της απογραφής λοιπόν θα μάθουν και βασικά στοιχεία για την εργασία και την οικονομία αυτής της χώρας.

Γράφει ο
Δόκτωρ Τζέκιλ

Τετάρτη 11 Μαΐου 2011

Ήλιος και άνεμος


Μια φορά κι έναν καιρό συζητούσανε ο ήλιος με τον άνεμο. Ο ήλιος ήρεμος και λαμπερός όπως πάντα. Ο άνεμος νευρικός κι ανήσυχος, όπως είναι από τη φύση του. Εκεί που δεν είχαν με τι να ασχοληθούνε και δεν περνούσε η ώρα, παρατηρεί ο άνεμος έναν γέροντα στο λιβάδι με μια γκλίτσα και ένα παλτό βρόμικο στην πλάτη. Περπατούσε μόνος και ανέμελος. Μάλλον απολάμβανε την ανοιξιάτικη δροσούλα στο κατά πράσινο λιβάδι.
Λέει λοιπόν αποφασιστικά ο άνεμος στον ήλιο.
 
- Τι λες ήλιε? Θα μπορέσω να αρπάξω το παλτό του γέροντα με το δυνατό μου φύσημα?
Ο ήλιος του απαντά με χαμηλή φωνή.
- Άνεμε είσαι δυνατός αλλά δεν ξέρω αν θα μπορέσεις να βγάλεις το παλτό του γέροντα από πάνω του.
Νευρικός και οξύθυμος όπως είναι ο άνεμος του ανταπαντά.
- Με προκαλείς? Μπορώ να το κάνω! Ξέρεις πόση δύναμη έχω? Μπορώ να ξεριζώσω δέντρο, να ξηλώσω σκεπές σπιτιών! Το ξέρεις πολύ καλά αυτό ήλιε.
Ήλιος συνεχίζει στον ίδιο ψύχραιμο τόνο φωνής.
- Εντάξει, προσπάθησε εσύ και μετά θα προσπαθήσω κι εγώ.
Ο άνεμος γελά χλευαστικά.
- Χαχα! Μπορείς εσύ ήλιε να πετάξεις κάτω το παλτό του γέρου? Με τι δύναμη? Το σκέφτηκες καλά?
«Εντάξει θα προσπαθήσω. Ξεκίνα πρώτος» λέει ο ήλιος.
 
Ο άνεμος φανερά αγριεμένος ρίχνει μια απότομη ανάσα προς το μέρος του γέροντα. Ο ουρανός άρχισε να σκοτεινιάζει και γκρίζα σύννεφα άρχισαν να σκεπάζουν τον ουρανό. Ο γεράκος κούμπωσε μερικά από τα κουμπιά του παλτού για να μην κρυώσει. Ο άνεμος παρατήρησε την κίνηση του γεράκου και άρχισε να φυσά πιο δυνατά και σταθερά προς το μέρος του. Η ανεμελιά του παππούλη άρχισε να χάνεται και τη θέση της άρχισε να παίρνει η ανησυχία. Κούμπωσε όλα τα κουμπιά του παλτού του και άρχισε να τρέχει προς το σπίτι του. Εκνευρισμένος και επίμονος ο άνεμος τον χτυπά με ακόμα περισσότερη δύναμη. Ο γεράκος πετάει την γκλίτσα και τρέχει να γλυτώσει από την μανία του αέρα. Δεν μπορεί να τρέξει όμως πολύ διότι ο αέρας τον χτυπάει από παντού και είναι έτοιμος να χάσει την ισορροπία του και να πέσει κάτω. Σφίγγει το παλτό πάνω του όλο και περισσότερο. Ο άνεμος χάνει τον έλεγχο και φυσάει ακόμα πιο πολύ. Δεν μπορεί να διανοηθεί ότι δεν καταφέρνει να σκίσει το παλτό του παππού και να το πετάξει κάτω. Τα δέντρα γύρο κουνιούνται πέρα δώθε σαν τρελά, έτοιμα να σπάσουν! Τα ανθισμένα πέταλα των λουλουδιών κόβονται και σκορπίζουν στον αέρα. Αυτό ήταν! Ο γέρος πλέον δεν μπορεί να κάνει τίποτα. Γονατίζει στο έδαφος, πέφτει και κουλουριάζεται σε στάση εμβρύου για να προστατευτεί από το μένος του αέρα. Δεν περιμένει τίποτα πλέον. Σφίγγει τα δόντια, κλείνει τα μάτια, χωρίς να αγωνίζεται…
 
Ο ήλιος παίρνει θέση.
- Άνεμε τι κάνεις? Σταμάτα! Δεν βλέπεις ότι θα τον σκοτώσεις τον καημένο τον γεράκο? Παραδέξου ότι έχασες και άσε τον ήσυχο. Δεν κάναμε τέτοια συμφωνία.
Ο άνεμος κοντοστέκεται λιγάκι. Αρχίζει να ηρεμεί και σιγά και σταθερά σταματάει να χτυπάει το λιβάδι με τον αέρα του. Παίρνει δυο ανάσες και λέει.
- Εντάξει ήλιε. Σειρά σου. Να δούμε τι στο καλό μπορείς να κάνεις.
 
Ο ήλιος συγκεντρώνεται. Κλείνει τα μάτια και αρχίζει να σφυρίζει ένα τραγουδάκι. Τα σύννεφα φεύγουν σιγά σιγά και ο κατά γάλανος ουρανός παίρνει την θέση τους. Ο γέροντας σηκώνεται με αργό ρυθμό από το έδαφος και προσπαθεί να καταλάβει τι γίνεται. Όλα λάμπουνε στο λιβάδι πλέον από τον ήλιο. Η θερμοκρασία ανεβαίνει. Η καρδιά του αρχίζει να γαληνεύει. Σηκώνεται και κοιτάζει γύρο του απορημένος αλλά χαρούμενος. Περπατάει μέχρι την μαγκούρα του και την σηκώνει από το έδαφος. Ο ήλιος συνεχίζει να σφυρίζει ανέμελος και χαλαρός. Η θερμοκρασία συνεχίζει να ανεβαίνει. Ο γέρος συνεχίζει το δρόμο για το σπίτι του. Ξεκουμπώνει μερικά κουμπιά από το παλτό του. Τα λουλούδια στο λιβάδι είναι υπέροχα. Ο γέρος ξεκουμπώνει και τα υπόλοιπα κουμπιά από το παλτό. Ο ήλιος συνεχίζει να σφυρίζει. Τα δέντρα είναι κατά πράσινα. Ο παππούς έχει δρόμο ακόμα για το σπίτι αλλά δεν τον νοιάζει. Τα πουλιά κελαηδούν όλα μαζί. Η θερμοκρασία είναι κατάλληλη για περίπατο. Βγάζει το παλτό από πάνω του και το ακουμπάει στον ώμο. Σκέφτεται τι τράβηξε πριν λίγη ώρα και του φαίνεται απίθανο. Ο ήλιος χαμογελάει. Αυτό ήταν! Ο γέροντας μόλις πέταξε το παλτό του στο έδαφος. Δεν το έχει ανάγκη πια. Η ημέρα είναι ηλιόλουστη, υπέροχη!

Υ.Γ. Παρμένο από παιδικό παραμύθι.

Γράφει ο
Δόκτωρ Τζέκιλ